Ο Λευκός Πύργος αποτελεί μνημείο - σύμβολο της Θεσσαλονίκης
Το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην παραλία της ΘεσσαλονίκηςΗ
Θεσσαλονίκη είναι μια ιστορική πόλη της
Ελλάδας. Στη μακρά ιστορική της πορεία βρέθηκε υπό την κατοχή διάφορων λαών και απετέλεσε τόπο πολιτισμικής σύγκλισης πολλών εθνοτήτων. Από το
1912 και τη λήξη του
Α’ Βαλκανικού Πολέμου αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του σύγχρονου
ελληνικού κράτους και σήμερα είναι η μεγαλύτερη πόλη της
Μακεδονίας και πρωτεύουσα της
περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με πληθυσμό 800.764 κατοίκους (2001).
Η ίδρυσή της συμπίπτει με την αρχή της
ελληνιστικής εποχής, την ανάληψη δηλαδή της οικουμενικής αυτοκρατορίας του
Μεγάλου Αλεξάνδρου από τους επιγόνους του και την κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού στο μεγαλύτερο τμήμα του γνωστού, για τον τότε δυτικό άνθρωπο, κόσμου. Ο κληρονόμος του βασιλείου της
Μακεδονίας και σύζυγος της ετεροθαλούς αδελφής του Μέγας Αλέξανδρος|Μεγάλου Αλεξάνδρου]],
Κάσσανδρος, ίδρυσε την πόλη συνενώνοντας 26 πολίχνες, που βρίσκονταν γύρω από το
Θερμαϊκό κόλπο, και της έδωσε το όνομα της γυναίκας του, θυγατέρας του
Φιλίππου Β’, Θεσσαλονίκης (όνομα που προήλθε μετά από επιτυχή έκβαση μάχης επί των Θεσσαλών).
Τον
2ο π.Χ. αιώνα πέρασε στη
ρωμαϊκή κυριαρχία, όπως και ο υπόλοιπος ελλαδικός και μικρασιατικός ελληνιστικός χώρος, και απετέλεσε αρχικά μία από τις τέσσερις έδρες διοίκησης των επαρχιών της
Μακεδονίας, ενώ αργότερα έγινε πρωτεύουσα ολόκληρου του ρωμαϊκού θέματος της Μακεδονίας. Στην απαρχή της μετάβασης από τη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη
Χριστιανική Αυτοκρατορία της Ανατολής με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το
Μεγάλο Κωνσταντίνο ανατολικά, υπήρξε, εξαιτίας της σημαίνουσας στρατηγικής της θέσης, μια από τις υποψήφιες πόλεις, οι οποίες προτάθηκαν ως αντικαταστάτριες της
Ρώμης. Παρ’ ότι, όμως, προτιμήθηκε το
Βυζάντιο ως νέα πρωτεύουσα, η Θεσσαλονίκη είχε τον πολιτικό και πολιτισμικό ρόλο της
συμβασιλεύουσας πόλης.
Η
οθωμανική προέλαση στη χερσόνησο του
Αίμου εφόρευσε και τη Θεσσαλονίκη το
1432 στο
Βασίλειο των Οσμανλιδών, όπου παρέμεινε για πέντε περίπου αιώνες. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Αυτοκρατορίας ευνόησε, έπειτα από μερικές δεκαετίες, την εγκατάσταση
εβραϊκών φύλων από την
Ιβηρία και τη
Βόρεια Ευρώπη. Αυτή η πληθυσμιακή μετακίνηση ανέδειξε τη Θεσσαλονίκη στη σημαντικότερη παγκόσμια εβραϊκή μητρόπολη μέχρι τουλάχιστον και τις αρχές του 20ου αιώνα. Εκτός αυτού, ειδικότερα από τα μέσα του
19ου αιώνα, υπήρξε το πλέον κοσμοπολίτικο
αστικοποιούμενο κέντρο της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σημαντικότερος πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων.
Η προσάρτησή της στον κορμό του εθνικού ελληνικού κράτους το
1912 με τη συνακόλουθη μετακίνηση του μουσουλμανικού πληθυσμού αλλά και τον ερχομό, μία δεκαετία αργότερα, των χριστιανικών προσφυγικών πληθυσμών
Ανατολίας και
Μικρά Ασία συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής υφής της πόλης μετατρέποντάς τη σε μια αστική πολιτεία με κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου και όλες τις ιδιομορφίες του ελλαδικού αστικού τύπου. Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική της αλλαγή επιταχύνθηκε από τη
Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες της νέας ελληνικής διοίκησης για
εξελληνισμό του αρχιτεκτονικού ύφους της με την καταστροφή των μουσουλμανικών μνημείων. Τα τελευταία γεγονότα που σχετίζονται με την πληθυσμιακή αλλαγή της πόλης είναι η εξολόθρευση της ακμαίας εβραϊκής κοινότητας από τα
ναζιστικά στρατεύματα την περίοδο της τριπλής κατοχής και το κύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50.
Σήμερα η Θεσσαλονίκη αποτελεί μια από τις σημαντικότερες βαλκανικές και ανατολικοευρωπαϊκές έδρες σπουδών έχοντας δύο πανεπιστημιακά ιδρύματα, ενώ γίνονται προσπάθειες για την επανεύρεση του παλαιού της ρόλου ως κέντρου των
Βαλκανίων.